Σημείωση επισκεπτών

2013-11-29 11:24

«…….Αν θές ρε τσιλιβήθρα να σωθείς…. ΜΑΘΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ ΝΑ ΣΕ ΣΩΣΕΙ… γιατί δεν πρόκειται να το κάμει άλλος κανένας…..»  Αυτές οι κουβέντες του Καπτάν-Μεμά με έκαμαν ότι είμαι σήμερα. Ιούλης στον Ντόκο και ερχόταν τα κάρα το ένα πίσω από τάλλο.  Τίγκα στο σακί με σταφίδα, 50 κιλά το κάθε σακί. Εμείς καμιά 25αριά Κατακολιώτες  καραγωγέοι. Ξεφορτώναμε τα σακιά από τις καρέτες και τα στοιβάζαμε στην πίγκα. Τότε τα κρένια δεν ήταν ηλεκτρικά, με τον εργάτη τα μανουβράριζαν και η μπίγα ήταν η μάτσα, για του τρίγκου για της μετζάνας. Εκείνο τον Ιούλη είχε ξαναπιάσει ντόκο η «Παναγιά», Πέραμα σκαρί 35 μέτρα 1500 τόνους φορτίο στα αμπάρια έπαιρνε. Ο Πετρόπουλος από την σταφιδαποθήκη είχε το κουμάντο για το φόρτωμα από τον ντόκο.  Δουλειά του ήταν να μην σκίζουν τα τσουβάλια οι καραγωγέοι για να κλέβουν την σταφίδα, ήτανε εποχές μεγάλης πείνας τότε. Στην «Παναγιά» στο φόρτωμα κουμάντο έκανε ο Καπτάν Μεμάς. Στεκότανε στο ψηλότερο σημείο του τρίγκου στο μεσανό άλμπουρο και το μάτι μέτραγε αδιάκοπα τους πάντες και τα πάντα. Κατά της μια το μεσημέρι οι καραγωγέοι σταμάτησαν για κολατσό  όπως συνηθίζαμε. Μην φανταστείς τίποτα της προκοπής. Σκέτο ψωμί και άντε μια ντομάτα. Εγώ δεν είχα τίποτα για κολατσό. Μια τσίτα είχα μόνο με 2 λίτρες σταφιδόκρασο. Αυτό με κράταγε 10 ώρες να κουβαλάω ασταμάτητα 50 κιλά στην πλάτη. Ήπια 2 γουλιές και συνέχισα να φορτώνω. Κάποια στιγμή έχασα από τα μάτια μου τον Καπτάν Μεμά. Μετά το είδα να κατεβαίνει από την μαδερόσκαλα και να έρχεται κατά μένα. «…..Ελα δω ρε τσιλιβήθρα….» μου φώναξε με μια άγρια φωνή. Έβαλα το σακί που κουβαλούσα στην ντάνα και πήγα να δω τι με θέλει. Προχώρησε μπροστά και εγώ τον ακολούθησα. Έφτασε στην κάτω γωνιά της σταφιδαποθήκης και έκατσε  σε μια στοίβα μαδέρια. Μούδειξε και έκατσα δίπλα του. Έβγαλε από την τσέπη 2 γαλέτες και μούδωσε την μια. Δίστασα. …..Πάρτη ρε τσιλιβήθρα…. με παρότρυνε. Έκοψα την μισή να την πάω το βράδυ στις αδελφές μου και την άλλη μισή την παπάριασα στο σταφιδόκρασο και άρχισα να τρώω. Δεν μιλάγαμε όσο τρώγαμε.  Κάποια στιγμή γύρισε και με κοίταξε στα μάτια. ….Θες να σωθείς ρε τσιλιβήθρα από αυτή την κόλαση…… Δεν ήταν ερώτηση. Έγνεψα με το κεφάλι. Έμεινε να με κοιτάει. «…….Αν θές ρε τσιλιβήθρα να σωθείς…. ΜΑΘΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ ΝΑ ΣΕ ΣΩΣΕΙ… γιατί δεν πρόκειται να το κάμει άλλος κανένας…..»  Και σαν απόσωσε την φράση του χαμογέλασε σαν να ήταν κάποιο αστείο που μόνο αυτός ήξερε. Σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει προς το καΐκι του. Κατέβηκα και εγώ στα κάρα. Είχαν γυρίσει και οι άλλοι καραγωγέοι…… Σηκώνοντας το επόμενο τσουβάλι  στις πλάτες μου είχα αποφασίσει ότι θα γίνω Καπετάνιος. Όταν έγινα Καπτάν Γιάννης Λάτσης, όλοι θέλανε να μου κάνουν ακριβά δώρα να με υποχρεώσουμε. Μα όταν ήμουν καραγωγέας ο μόνος που μούδωσε μια γαλέτα και ένα μπούσουλα να σωθώ ήταν ο Καπτάν Μεμάς…….. (Συνέντευξη του Γιάννη Λάτση στο Βήμα της Κυριακής το 1989).